- πανέμορφος
- -η, -οπολύ όμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + έμορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανέμορφος — η, ο εξαιρετικά όμορφος, ωραιότατος, πανώριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μυριοχαριτωμένος — η, ο (Μ μυριοχαριτωμένος, η, ον) γεμάτος προτερήματα, χαρίσματα, μυριοχάριτος μσν. 1. (για τόπο) πανέμορφος, μαγευτικός 2. (για οίνο) εξαιρετικά ευχάριστος στις αισθήσεις 3. (για ειδήσεις) ευφρόσυνος, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * +… … Dictionary of Greek
πάνκαλος — ον, Α ωραιότατος, πανέμορφος … Dictionary of Greek
παγκαλοεύμορφος — παγκαλοεύμορφος, η, ον (Μ) πανέμορφος, ωραιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγκαλος + εύμορφος] … Dictionary of Greek
παγκαλόμορφος — η, ο πανέμορφος, ωραιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγκαλος + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανευειδής — ές, Μ εξαιρετικά ευειδής, ωραιότατος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐειδής «ωραίος, όμορφος»] … Dictionary of Greek
πανεύμνοστος — ον, Μ πολύ όμορφος, νοστιμότατος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔμνοστος «ωραίος»] … Dictionary of Greek
πανεύμορφος — ον, Μ πανέμορφος, ωραιότατος … Dictionary of Greek